Οδύσσεια

Οδύσσεια

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Ψευδαισθήσεις



«Υπήρχε μια φορά στην κοίτη ενός μεγάλου 
κρυστάλλινου ποταμού ένα χωριό από ζωντανά όντα
- Το ποτάμι κυλούσε αθόρυβα τα νερά του πάνω
 από τα πλάσματα εκείνα -νεαρά και γέρικα, 
 πλούσια και φτωχά, καλά και κακά -
 καθώς το ρεύμα ακολουθούσε το δικό του δρόμο,
 ξέροντας μόνο το δικό του κρυστάλλινο εαυτό·

- Κάθε πλάσμα με το δικό του τρόπο 
κρατιόταν γερά στα φυτά
και στους βράχους της κοίτης του ποταμιού,
 αφού η προσκόλληση ήταν ο τρόπος ζωής τους
 κι η αντίσταση στο ρεύμα το μόνο
που είχαν μάθει από τότε που γεννήθηκαν.

- Μα, τελικά, ένα από τα πλάσματα αυτά είπε:
 “Βαρέθηκα να ζω κολλημένο στο ίδιο σημείο.
Και παρ' όλο που δεν μπορώ να το δω με τα μάτια μου,
 έχω ωστόσο την πεποίθηση πως αυτό το ρεύμα ξέρει πού πηγαίνει,
θ' αφεθώ να με παρασύρει κι ας με πάει όπου θέλει,
 γιατί αν μείνω εδώ προσκολλημένο θα πεθάνω από πλήξη”.

- Τα άλλα πλάσματα γέλασαν και του είπαν:
 “Ανόητε, αν κάνεις αυτό που λες,
 αυτό το ρεύμα που σε μαγεύει
 θα σε κατατσακίσει πάνω στους βράχους
 και θα σε σκοτώσει πολύ πιο γρήγορα από την πλήξη”.

- Εκείνο όμως, δεν έδωσε σημασία 
 και παίρνοντας βαθιά ανάσα
 αφέθηκε να ξεκολλήσει από τη θέση του.
 Και τότε το ρεύμα το αναποδογύρισε, 
και παρασύροντάς το το ’ριξε 
με δύναμη στα γειτονικά βράχια   .
 - Μα καθώς εκείνο αρνήθηκε 
να ξαναπροσκολληθεί στα βράχια,
το ρεύμα το ανασήκωσε, 
ελευθερώνοντάς το από το βυθό,
κι ούτε ξανάπεσε 
ούτε ξαναχτύπησε πουθενά.

- Καθώς προχωρούσε με το ρεύμα, 
άλλα πλάσματα που δεν το ήξεραν βλέποντάς το φώναζαν:
 “θαύμα, θαύμα! Ένα πλάσμα σαν κι εμάς αλλά πετάει.
  Ω κοιτάχτε, δείτε τον Μεσσία που έρχεται να μας σώσει!”

- Και το πλάσμα που ταξίδευε με το ρεύμα είπε:
“Δεν είμαι περισσότερο Μεσσίας από σας. 
Το ποτάμι με χαρά μας ελευθερώνει
 ανασηκώνοντάς μας από το βυθό,
 φτάνει να έχουμε εμείς την τόλμη να αφεθούμε σ' αυτό.
 Ο πραγματικός σκοπός της ζωής μας είναι
 αυτό το ταξίδι, αυτή η περιπέτεια”.

-  Τ’άλλα, ωστόσο, ολοένα και πιο πολύ
 φώναζαν αποκαλώντας το “Σωτήρα”,
ενώ κρατιόνταν γερά
 προσκολλημένα στα βράχια τους
κι όταν ξαναγύρισαν να το κοιτάξουν,
εκείνο είχε φύγει αφήνοντας τα 
να φτιάχνουν θρύλους για κάποιο Σωτήρα».