Οδύσσεια

Οδύσσεια

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

THE CAVE OF PLATO.


Ο μύθος αυτός διηγείται πως σε ένα σπήλαιο,
 κάτω από τη γη, βρίσκονται μερικοί άνθρωποι αλυσοδεμένοι
 με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να δουν μόνο τον απέναντί 
τους τοίχο. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε δεξιά, 
ούτε αριστερά. Πίσω τους ωστόσο είναι αναμμένη μια φωτιά.
 Έτσι οτιδήποτε εκδηλώνεται πίσω από την πλάτη
 τους αναπαριστάνεται ως σκιά στον απέναντι τους τοίχο.


 Επειδή οι άνθρωποι αυτοί σε ολόκληρη τη ζωή τους 
τα μόνα πράγματα που έχουν δει είναι οι σκιές των πραγμάτων,
 έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές που βλέπουν πάνω στον τοίχο
 είναι τα ίδια τα πράγματα.


 Εάν όμως κάποιος από  τους αλυσοδεμένους ανθρώπους 
του σπηλαίου κατορθώσει να ελευθερωθεί,
 να βγει από τη σπηλιά και να ανέβει πάνω στη γη και,
 κάτω από το φως του ήλιου πλέον, δει τα πράγματα, 
θα καταλάβει την πλάνη στην οποία ζούσε
 όσο ήταν μέσα στη σπηλιά.
 Θα αντιληφθεί τότε ότι οι σύντροφοι του,
 που εξακολουθούν να βρίσκονται αλυσοδεμένοι στο 
σπήλαιο, ακόμη ζουν βυθισμένοι μέσα στις ψευδαισθήσεις.

Όπως στο μύθο του σπηλαίου, ο κόσμος του Μάτριξ
 (matrix  -ΜΗΤΡΑ - σπηλιά) , είναι ένας κόσμος παραισθήσεων. 
Οι άνθρωποι ζουν και κινούνται σε αυτόν, χωρίς
 να υποψιάζονται την πραγματική «ψεύτικη» κατάστασή του.
 Η ταινία αναφέρεται δήθεν στο μέλλον, για ευνόητους λόγους,
ενώ περιγράφει γλαφυρά τη σύγχρονη κατάσταση της ανθρωπότητας.
 Στην πρώτη ταινία της σειράς, ο ήρωας ο Neo,διαλέγει
 το κόκκινο χάπι που του επιτρέπει να προχωρήσει στην αφύπνιση.

Ο πυρήνας της εικόνας του σπηλαίου ανάγεται ίσως στους Ορφικούς 
(σπέος ἠεροειδές : σκοτεινή σπηλιά) και στον Εμπεδοκλή 
(ἂντρον ὑπόστεγον : περίκλειστη σπηλιά).
 Αναλογίες, ωστόσο, υπάρχουν και με τους στίχους
από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, όπου περιγράφεται
 η ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων μέσα στις σπηλιές (στ. 450-3) : «… κοὔτε πλινθυφεῖς τε / δόμους προσείλους ἦσαν,
 οὐ ξυλουργίαν,/ κατώρυχες δἔναιον ὥστἀήσυροι /
μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις» (κι ούτε πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια  ξέραν,
ούτε τα ξύλα να δουλέυουνμα σ’ ανήλια
 σπήλιαχωσμένοι ετρύπωναν σαν τ’ αχαμνά μερμήγκια )